- ασφαλτοστρώνω
- καλύπτω δρόμο, πλατεία κ.λπ. με άσφαλτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασφαλτοστρώνω — ασφαλτοστρώνω, ασφαλτόστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασφαλτοστρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, σκεπάζω με άσφαλτο δρόμο, πλατεία κτλ.: Επιτέλους τον ασφαλτόστρωσαν το δρόμο μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
ασφαλτόστρωση — η επίστρωση δρόμου, πλατείας κ.λπ. με άσφαλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλτοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τύπο ασφαλτόστρωσις, μαρτυρείται το 1888 από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ασφαλτόστρωτος — η, ο ασφαλτοστρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλτοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή (1809 1892)] … Dictionary of Greek
ασφαλτώνω — (Α ἀσφαλτῶ, όω) ασφαλτοστρώνω, επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα ασφάλτου … Dictionary of Greek
κατασφαλτώ — κατασφαλτῶ, όω (Μ) επιστρώνω, σκεπάζω εντελώς με άσφαλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσφαλτῶ «ασφαλτοστρώνω»] … Dictionary of Greek
ασφαλτώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ασφαλτοστρώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)